κορινθόθι

κορινθόθι
κορινθόθι (Α)
επίρρ. στην Κόρινθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρινθος + επιρρμ. κατάλ. -θι, δηλωτική τής εν τόπω στάσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κορινθόθι — Κόρινθος at indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”